στεφανίτην

στεφανίτην
στεφανί̱την , στεφανίτης
of
masc acc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αργυρίτης — Μετάλλευμα αργύρου, ορυκτό του θειούχου αργύρου. Κρυσταλλώνεται σε κυβικούς κρυστάλλους. Λιώνει εύκολα και διαλύεται στο νιτρικό οξύ. * * * ο (Α ἀργυρίτης,ο κ. ἀργυρῑτις, ιτιδος, η) η άμμος ή το χώμα που περιέχουν άργυρο νεοελλ. φυσικός θειούχος… …   Dictionary of Greek

  • προχειρίζω — ΝΜΑ [πρόχειρος] 1. διορίζω, εγκαθιστώ σε αξίωμα (α. [με ειρων. σημ.] «προχειρίστηκε πρόεδρος τής Δημοκρατίας» β. «προχειρίζεται εἰς βασιλέα Λέων τις», Θεόδ. Αναγν. γ. «προχειρισθέντες ἀντιστράτηγοι», Πολ. δ. «προχειρίζειν τινὰ δικτάτορα», Δίων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”